Περί Νομοθεσίας, Διαδικασίας και Λειτουργίας των Πειθαρχικών Συμβουλίων
Αθήνα, 30 Μαΐου 2017
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
ΝΠΔΔ
Αριθμ. Πρωτ. 1757
ΑΡΙΘΜ.ΠΡΩΤ.1757
Προς: 1. Πειθαρχικά Συμβούλια της Χώρας
2. Φαρμακευτικοί Σύλλογοι της Χώρας
Θέμα: «Περί Νομοθεσίας, Διαδικασίας και Λειτουργίας των Πειθαρχικών Συμβουλίων»
Κατόπιν των αρχαιρεσιών που έλαβαν χώρα σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν. 4272/2014, συστάθηκαν Πειθαρχικά Συμβούλια σε κάθε Περιφέρεια της χώρας από τους κάτωθι Φαρμακευτικούς Συλλόγους. Η ως άνω διάταξη ορίζει ότι:
«1. Στην έδρα κάθε Περιφέρειας της χώρας [(άρθρο 3 του ν. 3852/2010 (Α’ 87)] συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο, στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβάνονται όλα τα μέλη των λειτουργούντων σε αυτήν φαρμακευτικών συλλόγων και το οποίο συγκροτείται: Α. Από τον πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου που λειτουργεί στην έδρα της Περιφέρειας, ως Πρόεδρο. Β. Από έναν υπάλληλο της αρμόδιας Περιφέρειας, ΠΕ κατηγορίας, που ορίζεται με απόφαση του Περιφερειάρχη. Γ. Από τρία (3) μέλη – φαρμακοποιούς, που προέρχονται από τους λειτουργούντες στην Περιφέρεια Φαρμακευτικούς Συλλόγους, εφόσον έχουν τα κατά το άρθρο 21 του παρόντος νόμου προσόντα και εκλέγονται, με τους αναπληρωματικούς τους, κατά τις αρχαιρεσίες για την εκλογή της διοίκησή τους. Η παραπάνω εκλογή των τριών μελών ενεργείται ως εξής: Στις περιφέρειες που λειτουργούν περισσότεροι από τέσσερις (4) Φαρμακευτικοί Σύλλογοι, οι τρεις σε μεγαλύτερη δύναμη μελών εκλέγουν από ένα (1) μέλος. Στις Περιφέρειες που λειτουργούν τρεις (3) Φαρμακευτικοί Σύλλογοι εκλέγεται ένα μέλος από κάθε Σύλλογο. Στις Περιφέρειες που λειτουργούν δύο (2) Φαρμακευτικοί Σύλλογοι, ο μεγαλύτερος σε αριθμό μελών εκλέγει δύο (2) μέλη και ο δεύτερος ένα (1) μέλος. 2. Ειδικά στην Περιφέρεια Αττικής συγκροτούνται δύο (2) Πειθαρχικά Συμβούλια ως εξής: αα. Πειθαρχικό Συμβούλιο Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής, με δικαιοδοσία στα μέλη του, που λειτουργούν φαρμακείο στις Περιφερειακές Ενότητες: α) Κεντρικού Τομέα Αθηνών, β) Βόρειου Τομέα Αθηνών, γ) Δυτικού Τομέα Αθηνών, δ) Νοτίου Τομέα Αθηνών, ε) Δυτικής Αττικής και στ) Ανατολικής Αττικής (άρθρο 3 παρ. 3 περίπτωση Θ’ του ν. 3852/2010) και ββ. Πειθαρχικό Συμβούλιο Φαρμακευτικού Συλλόγου Πειραιά με δικαιοδοσία στα μέλη του, που λειτουργούν φαρμακείο στις Περιφερειακές Ενότητες Πειραιώς και Νήσων (άρθρο 3 παρ. 3 περίπτωση Θ’ του ν. 3852/2010). γγ. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Φαρμακευτικών Συλλόγων Αττικής και Πειραιώς συγκροτούνται: α) από τους προέδρους τους, β) τους εκπροσώπους της Περιφέρειας Αττικής, που ορίζονται με απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής και γ) τρία (3) μέλη κάθε Συλλόγου που εκλέγονται με τον ίδιο τρόπο που εκλέγεται η διοίκησή τους. 3. Αναπληρωτές ορίζονται: α) του Προέδρου του Φαρμακευτικού Συλλόγου της έδρας της Περιφέρειας, ο νόμιμος αναπληρωτής του, β) του εκπροσώπου της αρμόδιας Περιφέρειας, ο οριζόμενος για το σκοπό αυτός άλλος εκπρόσωπός της και γ) των τριών μελών Φαρμακοποιών των Φαρμακευτικών Συλλόγων, ισάριθμα μέλη που εκλέγονται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως τα τακτικά μέλη.»
Η έννοια του Πειθαρχικού παραπτώματος ορίζεται στο άρθρο 62 του Ν.3601/1928: «Έκαστος φαρμακοποιός υποχρεούται να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού, συμμορφούμενος προς τους κειμένους Νόμους και να δείκνυται τόσον εν τη εξασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εις τας άλλας αυτού σχέσεις άξιος της εκτιμήσεως, ην απαιτεί το επάγγελμα αυτού. Πάσα αθέτησις των ανωτέρω συνεπάγεται την πειθαρχικήν τιμωρίαν του φαρμακοποιού. Πολιτικαί, επιστημονικαί και θρησκευτικαί, πεποιθήσεις η ενέργειαι φαρμακοποιού δεν δύναται ν` αποτελέσωσιν ως τοιαύται αντικείμενον πειθαρχικής διώξεως και τιμωρίας.» Συνεπώς είναι ευρύτατου περιεχομένου, αφού περιλαμβάνει οιαδήποτε παράβαση διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας συνιστά αντιδεοντολογική, παραβατική ή αντικοινωνική συμπεριφορά (λόγου χάρη παράβαση του Κώδικα Φαρμακευτικής Δεοντολογίας, του Ποινικού Κώδικα, φορολογικών διατάξεων κλπ).
Η διαδικασία ασκήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας καθορίζεται περιοριστικά από τις σχετικές διατάξεις του νόμου και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Διοικητικών Δικαστηρίων και ειδικότερα:
Σύμφωνα με τη παρ. 2 του άρθρο 11 του Ν. 1963/1991 ως ισχύει, κάθε καταγγελία υποβάλλεται υποχρεωτικά στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου μελετά τα στοιχεία της καταγγελίας και αποφαίνεται περί της παραπομπής ή μη του καταγγελλομένου στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Η πειθαρχική δίωξη ενεργείται αποκλειστικά και μόνο από τον Πρόεδρο για κάθε παράβαση του φαρμακοποιού (ως ανωτέρω αναφέρεται), της οποίας η τέλεση αποδεικνύεται επαρκώς ή έστω αν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία περί αυτής και της οποίας ο Πρόεδρος έλαβε γνώση (άρθρο 2 του ΠΔ 4/06.4.1929 «Περί αρμοδιότητος δικαιοδοσίας Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Φαρμακευτικών Συλλόγων» ΦΕΚ Α΄ 137, και σχετική υπ’ αριθμόν 692/1988 Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους).
Οι καταγγελίες για την τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων από φαρμακοποιούς είναι δυνατόν να υποβληθούν: α) από το Διοικητικό Συμβούλιο του Φαρμακευτικού Συλλόγου, του οποίου είναι μέλος ο καταγγελλόμενος φαρμακοποιός και β) από τρίτα πρόσωπα, Οργανισμούς (π.χ ΕΟΠΥΥ, ΥΠΕΔΥΦΚΑ, ΣΕΥΥΠ), Σωματεία κλπ.
Οι καταγγελίες διαβιβάζονται αμέσως στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος, ως προαναφέρθηκε, έχει το δικαίωμα να κρίνει αν θα ασκηθεί ή όχι πειθαρχική δίωξη (άρθρο ΠΔ 4/06.4.1929 και άρθρο 11 παρ 2 Ν. 1963/1991). Τυχόν άρνηση ή αμέλεια του Διοικητικού Συμβουλίου να αποστείλει την υποβληθείσα καταγγελία στη γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου δύναται να θεωρηθεί «παράβαση καθήκοντος».
Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου, μετά την μελέτη των υποβληθέντων στοιχείων και εφόσον κρίνει ότι εξ αυτών προκύπτει ότι διεπράχθη από τον καταγγελλόμενο φαρμακοποιό παράβαση των κείμενων διατάξεων: α) καλεί αυτόν να απολογηθεί εγγράφως περί της αποδιδομένης σε αυτόν παραβάσεως, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών και β) ορίζει εισηγητή επί της υποθέσεως ένα από τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου (παρ. 3 άρθρο 11 Ν. 1963/1991).
Η κλήση προς απολογία, οπωσδήποτε πρέπει να περιλαμβάνει: α) τα πραγματικά περιστατικά πραγματικό μέρος της υποθέσεως, β) τις παραβιασθείσες διατάξεις της Φαρμακευτικής Νομοθεσίας, ή άλλων νόμων και διαταγμάτων κ.λ.π και γ) τον χρόνο εντός του οποίου πρέπει να υποβληθεί η απολογία σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Ο προς απολογία καλούμενος φαρμακοποιός έχει το δικαίωμα, αφενός μεν να λάβει γνώση όλων των υπαρχόντων στον σχετικό πειθαρχικό φάκελο στοιχείων και να ζητήσει αντίγραφα των κρίσιμων εγγράφων που περιλαμβάνονται σε αυτόν, αφετέρου δε να επιδιώξει την απόκτηση και άλλων κρίσιμων εγγράφων από διάφορες Αρχές (παρ. 2 άρθρο 6 Ν. 2690/1999 Αν. Τάχου, «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας» έκδ. Δ Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2009, σελ 396 επ). Επίσης ο απολογούμενος φαρμακοποιός δικαιούται να ζητήσει τη συμπαράσταση ή την αντιπροσώπευσή του από δικηγόρο, τόσο κατά την προδικασία, όσο και κατά την κύρια διαδικασία της πειθαρχικής διώξεως, έστω και αν η ειδική νομοθεσία δεν προβλέπει την ρύθμιση αυτή (ΣτΕ 185/2007).
Η απολογία θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και εμπροθέσμως στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών και καταχωρείται στο πρωτόκολλο αυτού.
Ο οριζόμενος ως εισηγητής μελετά τα στοιχεία της καταγγελίας και την απολογία του καταγγελλομένου και εισηγείται εγγράφως κατά τη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου (παρ. 4 του άρθρου 11 του Ν. 1963/1991). Η εισήγηση θα πρέπει να είναι πλήρης, δοθέντος ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο (ΣτΕ 1976/1963) της εγκυρότητας της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφόσον αυτή επιβάλλεται από το νόμο (ΣτΕ 3167/1975, 2549/1964) και έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. Η εισήγηση θα είναι να καταχωρείται στα πρακτικά του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτούσια ή έστω περιληπτικώς τα βασικά και κρίσιμα στοιχεία αυτής (ΣτΕ 3062/1968).
Η εισήγηση πρέπει να περιλαμβάνει: α) συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, β) τις παραβιασθείσες διατάξεις, γ) την γνώμη του Εισηγητή επί των προβαλλομένων λόγων στην απολογία του πειθαρχικώς διωκομένου φαρμακοποιού, δ) το συμπέρασμά του περί της ενοχής ή μη αυτού και ε) την πρόταση του περί της πειθαρχικής ποινής, αν κρίνει ότι ο παραπεμφθείς φαρμακοποιός είναι ένοχος.
Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει μετά ταύτα, ημερομηνία συνεδριάσεως αυτού και αποστέλλονται οι προσκλήσεις.
Τα Πειθαρχικά Συμβούλια συνεδριάζουν καλούμενα από τον Πρόεδρο σύμφωνα με το άρθρο 4 του ΠΔ 4/06.4.1929. Η πρόσκληση είναι έγγραφη και απευθύνεται προς όλα τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά τουλάχιστον προ 48 ωρών (άρθρο 14 Ν. 2690/1999), κυρίως με συστημένη επιστολή ή με βιβλίο επιδόσεων. Σε περίπτωση δε αναπληρώσεως του τακτικού μέλους από αναπληρωματικό μέλος αναγράφεται στα πρακτικά η εν λόγω αναπλήρωση. Προφορική πρόσκληση δεν είναι σύννομη, αντιθέτως η δια τηλεγραφήματος ή ΦΑΞ πρόσκληση θεωρείται νόμιμη (ΑΚ 162, Γ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί Αστικού Δικαίου, εκδ. Ζ , Αθήναι 1955, σελ 165), ως επίσης και η δια τηλεφώνου, αλλά στην περίπτωση αυτή πρέπει να τηρείται ειδικό βιβλίο, στο οποίο ο εντεταλμένος υπάλληλος ή το μέλος σημειώνει την ημερομηνία, την ώρα, το ονοματεπώνυμο και το τηλέφωνο του λαμβάνοντος την τηλεφωνική πρόσκληση (άρθρο 14 Ν.2690/1999). Κατ’ αντιστοιχία θα πρέπει να γίνει δεκτή η πρόσκληση δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σε κάθε πάντως περίπτωση θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η πρόσκληση ελήφθη από το μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Ειδική πρόσκληση με συστημένη επιστολή αποστέλλεται στους Πειθαρχικώς διωκόμενους για να παραστούν στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για να δώσουν εξηγήσεις επί της απολογίας τους ή να παράσχουν συμπληρωματικές πληροφορίες για την υπό κρίση πειθαρχική υπόθεση (παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 1963/1991 και άρθρο 3 ΠΔ 4/06.4.1929). Η μη εμφάνιση του πειθαρχικά διωκόμενου, ή του προς τούτο εξουσιοδοτημένου δικηγόρου θεωρείται επιβαρυντικό στοιχείο για αυτόν (άρθρο 11 παρ. 5 Ν. 1963/1991).
Στην έγγραφη πρόσκληση πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφεται σαφώς η ημέρα, η ώρα και ο τόπος συνεδριάσεως, καθώς και τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως, προκειμένου πέραν πάσης αμφιβολίας να ενημερώνονται πλήρως και εγκαίρως τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Για τις συνεδριάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά σε ιδιαίτερο βιβλίο, τα οποία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα, είναι δε απόρρητα και οπωσδήποτε πρέπει να καταχωρούνται οι απόψεις των μειοψηφούντων, εφ’ όσον ήθελε ζητηθεί από αυτούς (άρθρο 4 ΠΔ 4/06.4.1929 σε συνδυασμό με το άρθρο 15 Ν. 2690/1999). Χρέη Διοικητικού Γραμματέα και πρακτικογράφου εκτελεί πτυχιούχος νομικής, ο οποίος προσλαμβάνεται από το Φαρμακευτικό Σύλλογο της έδρας της Περιφέρειας (με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών), ο οποίος μετέχει των συνεδριάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου άνευ γνώμης και ψήφου (παρ. 5 του άρθρου 31 του Ν. 4272/2014).
Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου δεν είναι δημόσιες (άρθρο 3 ΠΔ 4/06.4.1929). Η συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχίζει, όταν υπάρχει η από το νόμο προβλεπομένη απαρτία και στην προκειμένη περίπτωση, όταν τα παρόντα μέλη είναι περισσότερα από τα απόντα (ήτοι 3 τουλάχιστον μέλη) σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. Ε περ. γ΄ του Ν. 1316/1983. Οι αποφάσεις αυτού λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας η λαμβανομένη απόφαση είναι υπέρ του πειθαρχικά διωκομένου σύμφωνα με το άρθρο 64 παρ. δ΄ του Ν. 3601/1928 ως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 37 παρ. Ε περ. γ΄ του Ν. 1316/1983. Όσον αφορά την προβληματική περί εφαρμογής εν προκειμένω της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 2690/1999, η οποία προβλέπει ότι σε περίπτωση που υπάρξει ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου, φρονώ ότι υπερισχύει η ειδική διάταξη του Ν. 1316/1983.
Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα είναι ακυρωτέες από το Ανώτατο Φαρμακευτικό Πειθαρχικό Συμβούλιο ή τα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια. Στην υποχρέωση αιτιολογίας της ληφθείσας αποφάσεως θα πρέπει να περιλαμβάνεται η αντίκρουση ή η αποδοχή των ισχυρισμών του πειθαρχικώς διωκομένου φαρμακοποιού.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ανάλογα με την βαρύτητα και τη συχνότητα του πειθαρχικού παραπτώματος δύναται να επιβάλει στον κριθέντα ως ένοχο φαρμακοποιό τις πειθαρχικές ποινές που ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 11 του Ν. 1963/1991, ως ισχύει, ήτοι: α) Σύσταση, β) Επίπληξη, γ) Πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500,00) μέχρι τριάντα χιλιάδες (30.000,00) ΕΥΡΩ, δ) Στέρηση για τέσσερα χρόνια ή διαρκώς του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ε) Πρόσκαιρο κλείσιμο του φαρμακείου του παραβάτη από ένα μήνα μέχρι ένα έτος, και στ) Οριστική στέρηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις.
Πρόστιμα επιβληθέντα με οριστικές αποφάσεις του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου εισπράττονται από το φαρμακευτικό σύλλογο, του οποίου ο τιμωρηθείς είναι μέλος. Ο Φαρμακευτικός Σύλλογος υποχρεούται να επιστρέψει στον τιμωρηθέντα φαρμακοποιό το επιβληθέν πρόστιμο εξ ολοκλήρου ή μέρος αυτού, σε περίπτωση απαλλαγής του ή τροποποιήσεως της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Η είσπραξη του οριστικώς επιβληθέντος από το Πειθαρχικό Συμβούλιο προστίμου ενεργείται υποχρεωτικά από τον Φαρμακευτικό Σύλλογο κατά τη διαδικασία που ορίζεται στην παρ. Δ του άρθρου 37 του Ν. 1316/1983. Σε περίπτωση άρνησης του φαρμακοποιού να καταβάλει το πρόστιμο, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για αναγκαστική είσπραξη τάσσεται προθεσμία όπως ο φαρμακοποιός καταβάλλει το πρόστιμο. Η δε άρνηση ή η αμέλεια καταβολής του προστίμου θεωρείται βαρύτατη πειθαρχική παράβαση.
Οι ποινές των περιπτώσεων δ΄ έως στ΄, εφόσον καταστούν τελεσίδικες, εκτελούνται με μέριμνα της Διευθύνσεως Δημοσίας Υγείας της αρμοδίας Περιφερειακής Ενότητας σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 11 Ν. 1963/1991. Η επιβολή της ποινής των περ. γ΄ και ε΄ μπορεί να συνεπάγεται και την επιβολή της ποινής της περ. δ΄ εφόσον κατά την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου συντρέχει ιδιαίτερος προς τούτο λόγος. Επίσης σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 11 του Ν. 1963/1991, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αν το κρίνει σκόπιμο, δύναται να διατάξει τη δημοσίευση της αποφάσεως του, όταν καταστεί αυτή αμετάκλητη, με έξοδα του τιμωρηθέντος και με μέριμνα του Φαρμακευτικού Συλλόγου, σε μία τοπική Εφημερίδα και στο εκδιδόμενο από τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο «ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ», ή σε έντυπο του τοπικού Φαρμακευτικού Συλλόγου, εφόσον κυκλοφορεί τέτοιο. Φρονώ ότι η εν λόγω πρόβλεψη ενδέχεται να σκοντάφτει στις διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Οι πειθαρχικές αποφάσεις πρέπει να καταχωρούνται σε ειδικές ατομικές καρτέλες (πειθαρχικό Μητρώο) των τιμωρηθέντων φαρμακοποιών (άρθρο 7 Π.Δ. 4/06.4.1929) κάθε Φαρμακευτικού Συλλόγου.
Οι πειθαρχικές αποφάσεις με έγγραφο του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κοινοποιούνται αφενός μεν με συστημένη επιστολή ή επιδίδονται με δικαστικό επιμελητή στον τιμωρηθέντα ή απαλλαγέντα κάθε κατηγορίας φαρμακοποιό, αφετέρου δε στον Φαρμακευτικό Σύλλογο, του οποίου ο τιμωρηθείς φαρμακοποιός είναι μέλος, ως επίσης στον καταγγέλλοντα. Επίσης οι υποκείμενες σε έφεση αποφάσεις κοινοποιούνται και στον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο.
Σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 11 Ν. 1963/1991, έφεση ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου επιτρέπεται, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών, από την κοινοποίηση της απόφασης στον τιμωρηθέντα, στην περίπτωση επιβολής ποινής προστίμου άνω των δέκα χιλιάδων ένα (10.001) ΕΥΡΩ, καθώς και στις περιπτώσεις δ’, ε’ και στ’ της παρ. 6 (ήτοι στις περιπτώσεις στέρησης για τέσσερα χρόνια ή διαρκώς του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, πρόσκαιρου κλεισίματος του φαρμακείου του παραβάτη από ένα μήνα μέχρι ένα έτος, και οριστικής στέρησης της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος). Η δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως θα πρέπει να αναφέρεται στην κοινοποιουμένη στον τιμωρηθέντα φαρμακοποιό απόφαση.
Η έφεση συνιστά ενδικοφανή προσφυγή (κρίση κατά νόμο και ουσία) η δε προθεσμία των δέκα ημερών άρχεται από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου στους διαδίκους (άρθρο 66 Ν. 3601/1928, άρθρο 5 ΠΔ, 4/06.4.1929). Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων, εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η ασκηθείσα έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1384/1938 (Α΄ 302), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 6 του Ν. 4025/2011 (Α΄ 228)
Το προβλεπόμενο παράβολο για την κατάθεση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται στο ποσό των διακοσίων (200) ΕΥΡΩ και κατατίθεται στον Φαρμακευτικό Σύλλογο της έδρας της περιφερείας όπου λειτουργεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο και επιστρέφεται στον ασκήσαντα την έφεση αν αθωωθεί και καταπίπτει υπέρ του Συλλόγου αν απορριφθεί (παρ. 4 του άρθρου 31 του Ν. 4272/2014).
Η έφεση κατατίθεται είτε στην Γραμματεία του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, μετά του αποδεικτικού του κατατεθέντος παραβόλου των 200 ΕΥΡΩ, είτε στην Γραμματεία του δικάσαντος Πειθαρχικού Συμβουλίου. Και στις δύο περιπτώσεις η Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου αποστέλλει στο Ανώτατο Φαρμακευτικό Πειθαρχικό Συμβούλιο όλο τον φάκελο της σχετικής υποθέσεως.
Σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 11 Ν. 1963/1991, η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου όταν επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παρ. 6 (ήτοι στις περιπτώσεις στέρησης για τέσσερα χρόνια ή διαρκώς του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, πρόσκαιρου κλεισίματος του φαρμακείου του παραβάτη από ένα μήνα μέχρι ένα έτος, και οριστικής στέρησης της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος) συνεπάγεται την αναστολή εκτελέσεως αυτών μέχρις της εκδόσεως αποφάσεως αυτού επ’ αυτής.
Στην περίπτωση επιβολής μη εφέσιμων πειθαρχικών ποινών, ήτοι σύσταση, επίπληξη, πρόστιμο μικρότερο των δέκα χιλιάδων (10.000) ΕΥΡΩ, ο τιμωρηθείσας φαρμακοποιός δύναται να προσβάλει την σχετική απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου στα αρμόδια τακτικά διοικητικά δικαστήρια (άρθρο 29 παρ. 4 Ν. 2721/1999 με το οποίο στο άρθρο 1 του Ν. 1406/1983 προστίθεται παράγραφος 3).
Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση.
Με εκτίμηση
Ηλίας Ανδρ. Δημητρέλλος
Νομικός Σύμβουλος
Π.Φ.Σ.