Επιστήμονες ανακάλυψαν νέο εμβόλιο κατά της πνευμονίας

Αμερικανοί ερευνητές ανέπτυξαν ένα εμβόλιο που προστατεύει από το επικίνδυνο βακτήριο Klebsiella pneumoniae, το οποίο προκαλεί οξείες παθολογικές καταστάσεις, όπως πνευμονία, λοιμώξεις του ουροποιητικού, σηψαιμία, μηνιγγίτιδα, διάρροια και λοιμώξεις των μαλακών ιστών. Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σεν Λούις, σύμφωνα με άρθρο του Proceedings of the National Academy of Sciences, πιστεύουν ότι το πειραματικό εμβόλιο έχει την δυνατότητα να προστατεύσει τους ανθρώπους από την δυνητικά θανατηφόρο λοίμωξη που δύσκολα προλαμβάνεται και αντιμετωπίζεται αφού το βακτήριο έχει αναπτύξει ανθεκτικότητα σε αρκετά αντιβιοτικά.

«Εκτιμούμε ότι η κλεμπσιέλλα αποτελεί πρόβλημα των νοσοκομειακών ασθενών και ότι η επίπτωση της στην κοινότητα ήταν μικρή. Αλλά παρατηρούμε ότι στελέχη του βακτηρίου έχουν γίνει τόσο επιθετικά που μπορούν να προκαλέσουν θάνατο ή σοβαρή νοσηρότητα σε υγιή άτομα. Και τα τελευταία πέντε χρόνια τα ανθεκτικά βακτήρια στα αντιβιοτικά έχουν πολλαπλασιαστεί δημιουργώντας μας τρόμο», εξηγεί ο Δρ. David A. Rosen, επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής και Μοριακής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον.

Οι Αμερικανοί ερευνητές σχεδίασαν λοιπόν ένα νέο εμβόλιο έναντι των δύο συχνότερων στελεχών της υπερμολυσματικής κλεμπσιέλλα, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι η εξωτερική επιφάνεια του βακτηρίου καλύπτεται από σάκχαρα. Σχεδίασαν λοιπόν ένα εμβόλιο γλυκοσυζεύκτη, που απαρτίζεται από αυτά τα σάκχαρα και συνδέεται σε μια πρωτεΐνη που κάνει το εμβόλιο πιο αποτελεσματικό. Παρόμοια εμβόλια έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην προστασία των ανθρώπων από δυνητικά θανατηφόρα βακτήρια, όπως η ιογενής μηνιγγίτιδα και έναν τύπο πνευμονίας. «Τα εμβόλια γλυκοσυζεύκτες είναι από τα πιο αποτελεσματικά, αλλά παραδοσιακά προϋποθέτουν μεγάλη χημική σύνθεση, η οποία είναι αργή και δαπανηρή διαδικασία. Αντικαταστήσαμε την χημεία με την χημεία, τροποποιώντας το βακτήριο Escherichia coli το οποίο έκανε όλη τη σκληρή δουλειά αντί ημών», επισημαίνουν οι ερευνητές.

Πηγή: HealthWeb